στρωφῶ — στρωφάω turn constantly pres imperat mp 2nd sg στρωφάω turn constantly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στρωφάω turn constantly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στρωφάω turn constantly pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПУРПУР — • Purpŭra. Искусство красить одежду существовало издавна, потому что уже в Гомеровых поэмах упоминается πορφύρα или φοίνιξ, как красильное вещество, последнее для слоновой кости. Природный П. добывался из тритонии (κη̃ρυξ, murex,… … Реальный словарь классических древностей
επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
μεταστρωφώ — μεταστρωφῶ, άω (Α) (ενεργ. και μέσ.) μεταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στρωφῶ «στρέφω»] … Dictionary of Greek
παραστρωφώ — άω, Α (μτγν. ποιητ. τ.) παραστρέφω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στρωφῶ, ιων. τ. τού στρέφω] … Dictionary of Greek
περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πωτώμαι — άομαι, Α ποτῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επαναληπτικό ενεστ. που έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωτ τής ρίζας πετ τού πέτομαι (πρβλ. στρέφω: στρωφῶ)] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] … Dictionary of Greek