στρωφώ

στρωφώ
-άω, Α
(ποιητ. και ιων. τ. ως θαμ. τ. τού ρ. στρέφω)
1. στρέφω συχνά ή στρέφω πολλές φορές, περιστρέφω συνεχώς («στρωφῶ ἠλακάτην» — στρέφω διαρκώς το αδράχτι, κλώθω, Ομ. Οδ.)
2. μέσ. στρωφῶμαι, -άομαι
α) περιστρέφομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το μέτωπο μου προς τον εχθρό
β) περιφέρομαι, περιπλανώμαι
γ) επισκέπτομαι έναν τόπο και διαμένω σε αυτόν
δ) κατοικώ σε έναν τόπο
ε) (για τα ουράνια σώματα) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. στρέφω* (πρβλ. νωμῶ, -άω: νέμω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρωφῶ — στρωφάω turn constantly pres imperat mp 2nd sg στρωφάω turn constantly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στρωφάω turn constantly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στρωφάω turn constantly pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПУРПУР —    • Purpŭra.          Искусство красить одежду существовало издавна, потому что уже в Гомеровых поэмах упоминается πορφύρα или φοίνιξ, как красильное вещество, последнее для слоновой кости. Природный П. добывался из тритонии (κη̃ρυξ, murex,… …   Реальный словарь классических древностей

  • επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρωφώ — μεταστρωφῶ, άω (Α) (ενεργ. και μέσ.) μεταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στρωφῶ «στρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • παραστρωφώ — άω, Α (μτγν. ποιητ. τ.) παραστρέφω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στρωφῶ, ιων. τ. τού στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • περιστρωφώ — άω, Α 1. στρέφω γύρω από κάτι ή στρέφω εδώ κι εκεί, περιφέρω 2. (αμτβ.) στρέφομαι γύρω από κάτι ή στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι 3. μέσ. περιστρωφοῡμαι, έομαι πηγαίνω εδώ κι εκεί προς ὁλες τις κατευθύνσεις, τριγυρίζω, περιέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πωτώμαι — άομαι, Α ποτῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επαναληπτικό ενεστ. που έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωτ τής ρίζας πετ τού πέτομαι (πρβλ. στρέφω: στρωφῶ)] …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”